Προεπισκόπηση




Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Ι.Κ.Ε. 7



Οι  Χριστιανοί  -  η νέα θρησκεία και οι επιδράσεις της.



Ο κόσμος αρχίζει να αποδέχεται μια νέα θρησκεία. Αυτή την εποχή αποδέχεται γενικότερα διάφορες ανατολικές μυστικιστικές θρησκείες όπως ο Μιθραϊσμός και ο Μανιχαϊσμός γιατί έχει παρακμάσει η πολιτική θρησκεία (που εκφραζόταν με το Ολυμπιακό δωδεκάθεο). Τα σύμβολα όμως του δωδεκάθεου είχαν νόημα στην παλιά δημοκρατική εποχή. Παράλληλα έχει τελειώσει και η φιλοσοφία. Έτσι, οι μόνοι δυνατοί τρόποι απόδρασης που εμφανίζονται είναι αυτές οι μυστικιστικές θρησκείες. Ο Μανιχαϊσμός μάλιστα από κάποια στιγμή και μετά μπήκε και στο Χριστιανισμό. 
Εμφανίζεται λοιπόν μία θρησκεία που αρχικά απευθύνεται μόνο στην Εβραϊκή διασπορά, μετά το 70 μ.Χ. που καταστράφηκε η Ιερουσαλήμ από τον Τίτο.
Στη διαδρομή του 1ου αιώνα μ.Χ. μεταδίδεται στις κοινότητες της Μ. Ασίας, της Ελλάδας, της Ρώμης, όχι στην εβραϊκή γλώσσα που την είχαν ξεχάσει, αλλά στις γλώσσες των ελληνικών και των λατινικών. Το γεγονός αυτό έκανε τη θρησκεία εξαγώγιμη κυρίως από τον Απόστολο Παύλο. Αυτός είχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Ταρσό. Χρησιμοποιεί λοιπόν τις θεωρητικές έννοιες της ελληνικής φιλοσοφίας σε αντίθεση με τις αφηγήσεις των 4 ευαγγελίων που είναι απλές ιστοριούλες. Γι αυτό αποκτά αποτελεσματικότητα η νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός, ενώ αρχικά ήταν μια αίρεση του Ιουδαϊσμού. Γι αυτό άλλωστε εκτελέστηκε και ο Χριστός. Μέσα όμως από τον Χριστιανισμό φτάνουν στο Ρωμαϊκό κόσμο τα 49 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης του Ιουδαϊσμού. Αυτά ήταν ένα εγχειρίδιο ενός λαού, του εβραϊκού. Η Παλαιά Διαθήκη εμπεριέχει συγκροτημένο πολιτικό λόγο. Γι αυτό γίνεται η βάση της πολιτικής σκέψης του Χριστιανισμού του Μεσαίωνα και του Ευρωπαϊκού κόσμου, στους χριστιανούς ευρωπαίους του Μεσαίωνα. Αντίθετα η Νέα Διαθήκη δεν είχε σαφή πολιτικό λόγο.
Ο πολιτικός λόγος της Παλαιάς Διαθήκης στηρίζεται σε δύο έννοιες: του νόμου και της ιστορίας. Η αντίληψη της ιστορίας εδώ είναι εσχατολογική, ενάντια στη θεωρία της ανακύκλωσης, αντίληψη που τελικά επικράτησε. Οι άνθρωποι παίρνουν το νόμο στην έξοδο (Μωυσής). Γι αυτό μετά ο θεός στέλνει τους προφήτες, για να ελέγχουν τους βασιλείς και τους λαούς (αρχικά) για το κατά πόσο τηρούν τους νόμους. Έχουμε δηλαδή άμεση παρέμβαση του θεϊκού στοιχείου στην ιστορία. Η προφητεία είναι ο δίαυλος για την εισβολή του θεϊκού στοιχείου. Εδώ βρίσκεται η βάση της σύγκρουσης της εκκλησίας με την κοσμική εξουσία στο Μεσαίωνα. (Περίφημη η σύγκρουση του αρχιεπισκόπου Αμβρόσιου των Μεδιολάνων με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το Μέγα όταν δεν του επέτρεψε να μπει στο ναό γιατί ο αυτοκράτωρ δεν ήταν «καθαρός»).
Συνέπειες αυτής της έννοιας του νόμου:
α) η πειθαρχία και η έννοια της καταπίεσης (με το πρόσχημα της προδιάθεσης του ανθρώπου για την αμαρτία).
β) το δεύτερο είναι η ισότητα, όλοι είναι ίσοι μπροστά στο θεό. Αυτή η ισότητα δεν είναι η ελληνική κληρονομιά.
γ) εγγενής συντηρητισμός, τα πράγματα δεν πρέπει να αλλάζουν πρέπει να μένουν εκεί που τα άφησε ο θεός. Γι αυτό οι προφήτες ελέγχουν τις παρεκτροπές.
Η Καινή Διαθήκη παίρνει τον άτεγκτο θεό της Παλαιάς και τον μεταβάλλει σε θεό της αγάπης που διαθέτει απεριόριστη ανεκτικότητα, σε θεό που δεν τιμωρεί. Τον μεταβάλλει επίσης σε θεό όλης της ανθρωπότητας. Επίσης καταργεί τις φυλετικές διακρίσεις. Καθώς αλλάζει την συμφωνία που έκλεισε ο θεός με τους ανθρώπους στην Π. Διαθήκη (εγώ σας προστατεύω, εσείς τηρείτε απαρέγκλιτα τις εντολές μου), αλλάζει όλος ο συμβολισμός. Έχουμε τώρα μια νέα συμφωνία (σταύρωση). Το πλαίσιο αυτό επεξεργάζεται φιλοσοφικά από τον Απ. Παύλο και αναμεταδίδεται στην αυτοκρατορία. Αυτό το πλαίσιο κάνει συμβατό αργότερα τον χριστιανισμό με τον ανθρωπισμό.
Ο χριστιανισμός είναι μία θρησκεία υπερβατική, αναχωρητική και μαρτυρική που δεν ενδιαφέρεται για τα τεκταινόμενα σ’ αυτό τον κόσμο. Όταν όμως κληθεί να γίνει επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας αρχίζουν  τα σοβαρά και άλυτα μέχρι σήμερα προβλήματά της. Αρχικά η υπέρβαση και η αναχώρηση οδηγεί στην ελευθερία. Πρόκειται όμως για μια ελευθερία διαφορετική από την πολιτική. Τώρα ελευθερία είναι να φύγουμε από τον κόσμο, από την πολιτική. Γι αυτό δεν είναι κίνημα διαμαρτυρίας. Το στοιχείο της κοινωνικής κριτικής που εμπεριέχει ο χριστιανισμός έγκειται στο ότι με αυτό τον τρόπο δεν γίνονται δεκτές ούτε οι δομές του κόσμου. Η κοινότητα των πιστών ήταν η ακριβής αντίθεση με τη Ρώμη. Οι χριστιανοί δεν ενδιαφέρονται ν’ αναμορφώσουν τον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά όμως πρέπει να ζήσουν μέσα σ’ αυτόν. Στην αντίφαση αυτή απαντάει ο Απ. Παύλος , "τα του Καίσαρος τω Καίσαρι" , δηλαδή ο χριστιανός ζει σαν καλός πολίτης, πληρώνει τους φόρους του στον Καίσαρα αλλά δεν ενδιαφέρεται να γίνει Καίσαρας. Τους λέει δηλαδή ότι εμείς οι χριστιανοί αποδεχόμαστε τη δομή αυτού του κόσμου, δεν θέλουμε να τον ανατρέψουμε. Εμείς είμαστε υπερβατικά προσανατολισμένοι.
Πως κατάφερε τελικά αυτή η ταπεινή θρησκεία να επιβληθεί; Με την νέα ελπίδα για τον άνθρωπο.  Σε μια αχανή αυτοκρατορία που δεν υπάρχουν οι πολλαπλές μορφές κοινωνικής ένταξης των πόλεων, τώρα έχουμε την κοινωνικοποίηση μέσω της κοινότητας των πιστών (με αγάπη κ.λ.π.). Οι κοινωνικοί επιστήμονες μιλούν για τη σημασία της ψυχολογικής και ηθικής ενότητας που επέβαλε η αναζήτηση του Θείου. Στη χριστιανική πίστη αυτό το στοιχείο είναι ανώτερο. Αυτοί (οι χριστιανοί) ετοιμάζουν την επικράτησή του Θείου.
Αφού όμως γίνει κρατική ιδεολογία ο χριστιανισμός έχουμε πλέον αντινομίες μεταξύ των αξιών του χριστιανισμού (άρνηση και υπέρβαση του κόσμου) και των αναγκών της εξουσίας, τις σκοπιμότητες της εξουσίας.
Αυτός που προσπάθησε να επιλύσει τις αντινομίες αυτές είναι ο Ιερός Αυγουστίνος 354-430. Αυτός ήταν επίσκοπος κοντά στην Καρχηδόνα. Εξ αιτίας της προσπάθεια του αυτής θεωρείται ο μεγαλύτερος θεολόγος. Το 410 βλέπει την άλωση της Ρώμης από τους Γερμανούς (Οστρογότθοι που είχαν επικεφαλής τον Αλάριχο). Το γεγονός αυτό είναι πλήγμα στην αυτοπεποίθηση της χριστιανικής πλέον αυτοκρατορίας. Καλείται ο Αυγουστίνος να εξηγήσει το γεγονός και ν’ απαντήσει στους φορείς της ειδωλολατρικής παράδοσης (οι εκπρόσωποι της βρίσκονται κυρίως στη σχολή των Αθηνών που την έκλεισε αργότερα ο Ιουστινιανός).
Ο Αυγουστίνος χτίζει πάνω σε χριστιανικά θεμέλια μια νέα πολιτική θεωρία που επικρατεί στο Μεσαιωνικό κόσμο. Συνδέει το Ρωμαϊκό δίκαιο με την Παλαιά Διαθήκη. Πιστεύει επίσης ότι η χριστιανική σκέψη πρέπει να ενσωματώσει την ελληνική φιλοσοφία εκριζώνοντας παράλληλα ότι συνδέεται με την ειδωλολατρία και την πολυθεϊκή λογική. Αντλεί κυρίως από Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Από τον Πλάτωνα π.χ. γίνεται δεκτή η θεωρία του ποιμένα  και του αγαθού ηγεμόνα. Ο Αυγουστίνος εκχριστιανίζει αυτές τις έννοιες.
Ο αγαθός ηγεμόνας διοικεί με προορισμό να είναι προστάτης της αληθινής πίστεως, να μάχεται εναντίον της αντίπαλης πίστεως (αιρετικής ή εξωτερικής - ξένης) και είναι υπηρέτης της πολιτείας. Δεν πρέπει να είναι ηγεμόνας για το προσωπικό του συμφέρον.
Παίρνει ακόμα την έννοια της δικαιοσύνης από το Ρωμαϊκό δίκαιο. Η πολιτεία θ’ αποδώσει στον καθένα τα προσήκοντα  (σκέψη Πλατωνική και Αριστοτελική), και κυρίως θ’ αποδώσει τα προσήκοντα στον αληθινό θεό. Αλλιώς δεν μπορεί να είναι πολιτεία δικαίου π.χ. η Ρώμη δεν ήταν πολιτεία δικαίου γιατί δεν ήξερε τον αληθινό θεό. Αυτό θα άρει το άγος που προσάπτει σε όλες τις προχριστιανικές πολιτείες που δεν ήξεραν τον αληθινό θεό. Αυτή η πολιτεία  της δικαιοσύνης πάνω στη γη είναι η χριστιανική πολιτεία του θεού.
Η Ρώμη έπεσε στα χέρια των βαρβάρων γι αυτούς τους λόγους. Τιμωρήθηκε από το θεό γιατί δεν ήταν πολιτεία δικαιοσύνης. Εμφανίζεται εδώ η εσχατολογική θεωρία της ιστορίας. Η ιστορία θεωρείται ότι ακολουθεί πλέον μία γραμμική εξέλιξη. Αυτό είναι αποτέλεσμα της αντίληψης της σαν εκδίπλωση ενός θεϊκού σχεδίου. Μ’ αυτό τον τρόπο γίνεται αντιληπτός πλέον ο ιστορικός χρόνος.
Το έργο του «Η πόλις του Θεού» είναι κυρίως έργο θεολογίας. Όμως προσπαθεί να δείξει πως θα θεμελιωθεί η χριστιανική πολιτική. Τώρα δεν έχουμε μόνο υπέρβαση του κόσμου αλλά και καθαγιασμό του. Έχει ανατραπεί όλο το οικοδόμημα της αρχαίας πολιτικής σκέψης  [αποδέσμευση της πολιτικής από την θρησκεία, αποδέσμευση από το παράλογο]. Ανατρέπει όλη την αρχαία ιεράρχηση των αξιών. Τώρα η πολιτική θεμελιώνεται πάνω στη θρησκεία, πάνω σ’ ένα σαφές περίγραμμα θρησκευτικών χριστιανικών αξιών, για να μπορέσει να συγκροτηθεί σ’ ένα βιώσιμο πλαίσιο, για να κυβερνηθούν οι χριστιανικές αυτοκρατορίες σ’ Ανατολή και Δύση. Αυτό είναι το πλαίσιο του Μεσαίωνα.
Η νεότερη πολιτική σκέψη, η Δυτική, είναι ακριβώς η προσπάθεια να ανατραπεί αυτό που έκανε ο Αυγουστίνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου