Πλάτων 427-348 π.Χ.
Πρωταγόρας (έργο του Πλάτωνα).
Τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο
διάλογο αυτού του βιβλίου του Πλάτωνα είναι: ο Πρωταγόρας (γενν. περίπου 500
π.Χ.) , ο Σωκράτης, ο Ιππίας, ο Πρόδικος, ο Ξάνθιππος, ο Πάραλος, ο Αλκιβιάδης.
Ο διάλογος πραγματοποιείται περίπου το 433
π.χ. λίγο πριν δηλαδή την έναρξη του πελοποννησιακού πολέμου. Το έργο αυτό
είναι σημαντικό για 3 κυρίως λόγους.
1) Συναντάμε
για πρώτη φορά τον όρο πολιτική επιστήμη.
2) Συναντάμε
όλα τα θέματα της πολιτικής φιλοσοφίας.
3) Ο
διάλογος μας συντηρεί την πληρέστερη διατύπωση των απόψεων του Πρωταγόρα που
έχουμε.
Στο έργο αυτό ο Πρωταγόρας
υποστηρίζει ότι διδάσκει την πολιτική τέχνη και την αρετή. Ο Σωκράτης έχει την
γνώμη στην αρχή του διαλόγου ότι αυτό δεν διδάσκεται. Ακολουθεί διάλογος όπου ο
Πρωταγόρας αναπτύσσοντας τα επιχειρήματά του χρησιμοποιεί το μύθο του Επιμηθέα
και του Προμηθέα καθώς και το μύθο του πως μοίρασε ο Δίας ως δώρα σε όλους
ανεξαιρέτως του ανθρώπους την «δίκην» (αίσθημα δικαιοσύνης) και την «αιδώ», για
να μπορέσουν να ζήσουν σε πόλεις. Είναι φανερός ο φόβος για το μήπως παρακμάσει
η πόλη και επιστρέψουν στην αγριότητα οι άνθρωποι. Είναι φανερά επίσης τα
δημοκρατικά αισθήματα του Πρωταγόρα (όλοι ανεξαιρέτως συμμετέχουν σ’ αυτές τις
αρετές και στην δημοκρατική πόλη όλοι - και όχι μόνο τα παιδιά των αρχόντων -
εκπαιδεύονται σ’ αυτές). Μας δίνει επίσης μια καλή εικόνα (όπως και αυτά που
λέει ο Σωκράτης) για το πως λειτουργούσε η Εκκλησία του Δήμου τότε, πως
πραγματωνόταν η Αθηναϊκή δημοκρατία. Ορίζουν επίσης ότι η Αρετή έχει διάφορες
πλευρές που είναι η δικαιοσύνη, η οσιότητα (ευσέβεια), και η σωφροσύνη. Στη
συνέχεια προστίθεται και η ανδρεία. Επίσης φαίνεται αρκετές φορές η διάκριση
του δημόσιου από τον ιδιωτικό βίο (π.χ. στα ζητήματα της εκπαίδευσης) αλλά η
προτεραιότητα δίνεται στο δημόσιο βίο. Πρωταγόρας: «κανείς δεν πρέπει να
διάκειται ως ιδιώτης έναντι της αρετής, αν πρόκειται να υπάρξει πόλη». Ο
Σωκράτης μετά ταυτίζει την σωφροσύνη με την σοφία, την δικαιοσύνη με την
οσιότητα και προσπαθεί να δείξει ότι δικαιοσύνη και σωφροσύνη ταυτίζονται. Ο
διάλογος όμως ξεφεύγει βάζοντας και το ζεύγος των εννοιών ανδρεία - θάρρος. Στη
συνέχεια προστίθεται η σχέση μεταξύ ηδονής / καλού και οδύνης / κακού. Οι
άνθρωποι επιδιώκουν λέει ο Σωκράτης την ηδονή και αποφεύγουν την οδύνη αλλά
τότε γιατί έχουμε διαφορετικές συμπεριφορές; Δεν είναι τα πάθη που άγουν και
φέρουν την γνώση. Απλώς στους ανθρώπους που άγονται και φέρονται από τα πάθη
τους λείπει μια επιστήμη αντίστοιχη της μετρικής (μέτρον άριστον) για τα ζητήματα της ηδονής και
της οδύνης άρα κατ’ επέκταση και για αυτά του καλού και του κακού. Η άγνοια και
αμάθεια τελικά είναι αυτή που νικάει τους ανθρώπους. Ο δειλός είναι αμαθής
κ.ο.κ. Η αρετή λοιπόν είναι γνώση άρα και διδακτή. Διαπιστώνει βέβαια ο
Σωκράτης ότι έτσι κατέληξαν σε αμοιβαία διαφοροποιημένες θέσεις, τώρα ο
Σωκράτης υποστηρίζει το διδακτό της αρετής ενώ από τα επιχειρήματα που από ένα
σημείο και έπειτα χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας θα συμπέραινε κανείς ότι εκείνος
τώρα δεν υποστηρίζει το διδακτό της. Ο Πρωταγόρας τότε του δίνει εύσημα.
Απολογία Σωκράτη
Γι αυτήν έχουμε δύο πηγές : το
αντίστοιχο έργο του Πλάτωνα και αυτό του Ξενοφώντα.
Τον Σωκράτη τον κατηγορούν στο
δικαστήριο ο Άνυτος (ένας πλούσιος
βυρσοδέψης και αποτυχημένος πολιτικός), ο Μέλητος (ένας αποτυχημένος ποιητής)
και ο Λύκων (ένας αποτυχημένος
ρήτορας).
Ο Σωκράτης στην απολογία του το 399 π.Χ. παρουσιάζει την γνώμη του ότι,
η φιλοσοφία είναι τρόπος ύπαρξης μέσα στην πόλη, για να απαλλαγούμε από τις
πλάνες. Ο φιλόσοφος δεν είναι έξω από τις κοινωνικές λειτουργίες (ο ίδιος
κάθισε μέχρι τέλους άλλωστε). Παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο ο φιλόσοφος προσπαθεί να καταλάβει τον εαυτό
του. Η απολογία είναι ένα κείμενο αυτοσυνείδησης. Προβληματίζεται για την
υπόστασή του μέσα στο κοινό. Αντιλαμβάνεται ότι για να ζήσεις έτσι θα έρθεις σε
διάσταση με τις συμβατικές αξίες, θα αναγκαστείς να κάνεις ανατροπές. Επειδή
όμως παράλληλα δεν τα θεωρεί όλα ανατρεπτικά κάθεται και απολογείται. Προσπαθεί
να δείξει ότι αυτός ερμηνεύει αυθεντικά την Δελφική παράδοση, με το «ουδέν
οίδα» και το «γνώθι σ’ εαυτόν». Παρουσιάζει την κριτική ως εναλλακτική μορφή
ύπαρξης της πόλης. Η αποστολή μου λέει είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Προσπαθώ
λέει να διαφωτίσω τους συμπολίτες μου, τη συνείδησή τους, ακούγοντας παράλληλα
και τη φωνή του θεού, το «δαιμόνιον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου