Προεπισκόπηση




Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

ΩΔΗ ΣΤΟ FACEBOOK!



Σε συνάντησα μέσα στο παγκόσμιο κλίμα
μα ποτέ μου δεν είδα πως σκοτώνεις το ποίημα,
αυτό που θα έγραφα τότε που κυλούσαν οι λέξεις
για να πουν στον αέρα πώς μονάχος θ' αντέξεις

ώρες κρύες, φευγάτες, λιγοστές και θλιμμένες
να κοιτάζεις, σαν ξένος, να στοιχίσεις βρεγμένες,
άσπρες, άδειες, ανούσιες και κρύες σελίδες
γιατί τίποτε δεν άκουσες και ποτέ σου δεν είδες!

Σε συνάντησα κάπου στου δικτύου την πλέξη
όταν έψαχν' ανθρώπους για να πω μία λέξη,
όταν γύρω, με μανία, καιγόντουσαν όλα,
πεταλούδες σκοτώναν τα ανθρώπινα βόλια.

Εκεί βρήκα μέσα στο χαμένο κορμί σου,
του ανθρώπου τα πάθη, της ψυχής φυλακή σου,
ήταν όλα απλωμένα και μπροστά αραδιασμένα
λες κι ελπίζαν να σώσουν τον πλανήτη κι εμένα.

Σε συνάντησα κι είδα στη ματιά σου την Κίρκη
να μαγεύει με πλάνες, με ματιά αποσπερίτη,
κάθε πλάσμα που ψάχνει, αιώνια, θλιμμένο
την απάντηση, στην ερώτηση που 'ναι μπλεγμένο.

Σε συνάντησα κι ειπα πως ποτέ μου το ψύχος
δεν θα είχε μνημείο που να φτάνει τέτοιο ύψος,
σε κατάλαβα, σε βρήκα, σε στοχάστηκα κι όμως
ποτέ δεν φαντάστηκα πως ο άνθρωπος ζει μόνος!

Σε κατάλαβα κι είδα, του προσώπου σελίδα,
πως η ελπίδα που δίνεις είναι πάντοτε φρούδα!

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013



Η εικόνα του «άλλου» (διαφορετικού) στην ποίηση του Κ. Καβάφη.
(διαθεματική εργασία για το μάθημα της Κοιν. και Πολ. Αγωγής)




Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ,
τείχη μεγάλα κι υψηλά
τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι κι απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι,
τον νούν μου τρώγει αυτή η τύχη.

Διότι πράγματα πολλά
έξω να κάμω είχον

Ά! όταν έκτιζαν τα τείχη
πως να μην προσέξω...
Αλλά δεν άκουσα ποτέ
κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν

από τον κόσμον έξω.



Περιμένοντας τους Bαρβάρους




— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

        Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
  Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
        Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.


—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
 και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
 στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
        τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
        για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
        τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.


— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
 σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
 γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
 και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
 γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
 μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.


—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
 να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
 κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
 Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
 κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

        Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
        Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
        και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

                               __

 Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
 Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
 


Τα Άλογα του Aχιλλέως




Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
        που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
        άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Aχιλλέως·
        η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
        για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
        την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο — αφανισμένο —
μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο
                ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.


                Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
        αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
        είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
        καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
        δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
        Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
      πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
      σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»

Όμως τα δάκρυά των
                για του θανάτου την παντοτινή
      την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.








(ερωτήσεις που μπορεί να σας βοηθήσουν στην προσπάθεια να αναλύσετε τα παραπάνω ποιήματα μέσα από το σχήμα: εικόνες του άλλου – ρατσισμός)

- ποιος είναι ο «άλλος» στα παραπάνω ποιήματα του Κ. Καβάφη;

- πως θα μπορούσαμε να συνδυάσουμε (ως προς το θέμα) τα τρία ποιήματα;

- είναι η εικόνα του «άλλου» [στα ποιήματα] μια δημιουργία του μυαλού μας; Εάν ναι, πως θα μπορούσαμε να την εξηγήσουμε με τη θεωρία των στερεότυπων και των προκαταλήψεων;

- πως παρουσιάζεται (στα ποιήματα) η αποστροφή μας για τους άλλους;