Charles Baudelaire.
L’
Etranger.
Ποιον αγαπάς περισσότερο, αινιγματικέ άνθρωπε; Τον πατέρα
σου, τη μητέρα σου, την αδελφή σου ή τον αδελφό σου; Πες..
-
Δεν έχω ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε αδελφή, ούτε
αδελφό.
-
Τους φίλους σου;
-
Χρησιμοποιείτε μια λέξη της οποίας την έννοια δεν έχω
γνωρίσει ακόμη.
-
Την πατρίδα σου;
-
Αγνοώ σε ποια γεωγραφική θέση βρίσκεται.
-
Την ομορφιά;
-
Θα την αγαπούσα με όλη μου τη θέληση, αυτή την αθάνατη
θεά.
-
Τον χρυσό;
-
Τον μισώ όπως μισείτε εσείς τον θεό!
-
Ε! τι αγαπάς τότε παράξενε ξένε;
-
Αγαπώ τα σύννεφα, τα σύννεφα…, τα σύννεφα που περνούν…
εκεί κάτω.. τα υπέροχα σύννεφα!
Chacun sa
chimere.
Κάτω από έναν πελώριο γκρι
ουρανό, σε μια σκονισμένη πεδιάδα, χωρίς δρόμους, χωρίς χορτάρι, χωρίς ένα
γαϊδουράγκαθο, μια τσουκνίδα., συνάντησα πολλούς ανθρώπους που περπατούσαν
σκυφτοί.
Καθένας από αυτούς κουβαλούσε
στους ώμους του μια πελώρια Χίμαιρα, τόσο βαριά όσο ένα σακί με αλεύρι ή
κάρβουνο ή την πανοπλία ενός πεζού ρωμαίου.
Αλλά το τερατώδες ζώο δεν καθόταν
αδρανές: αντίθετα, αναπτυσσόταν και τυλίγονταν στον άνθρωπο με τους ελαστικούς
και πανίσχυρους μύες του. Γαντζωνόταν με τα νύχια του στο στήθος του υποζυγίου
του και το φρικιαστικό κεφάλι του περιτυλιγόταν στο μέτωπο του ανθρώπου σαν μια
φρικτή περικεφαλαία, όπως αυτές με τις οποίες οι αρχαίοι πολεμιστές έλπιζαν να
τρομάξουν τους εχθρούς των.
Ρώτησα έναν από τους ανθρώπους
που πηγαίνει έτσι; Μου απάντησε πως δεν γνωρίζει τίποτε, ούτε αυτός ούτε οι
άλλοι, αλλά.. προφανώς κάπου πηγαίνει σπρωγμένος από μια ακαταμάχητη ανάγκη να
περπατήσει.
Πράγμα περίεργο, που πρέπει να
σημειώσω: Κανείς τους δεν είχε ανησυχία
για το τρομερό ζώο που είχε τυλιχθεί στο λαιμό του και κουβαλούσε στην πλάτη
του! Μάλλον, το χαρακτήριζε ως αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του. Όλα αυτά τα
κουρασμένα και απογοητευμένα πρόσωπα δεν μαρτυρούσαν καμία απογοήτευση.. Κάτω
από τον γκρίζο ουρανό οδηγούσαν τα βήματα τους με μια φυσιογνωμία όπως αυτών
που είναι καταδικασμένοι να ελπίζουν
παντοτινά!
…….
Και μέσα σε λίγα λεπτά έπιασα τον εαυτό μου να κατανοεί
αυτό το μυστήριο. Αλλά εκείνη τη στιγμή η ακαταμάχητη Αδιαφορία αναδιπλώθηκε
πάνω μου και αισθάνθηκα μεγαλύτερο το βάρος της από αυτό που κουβαλούσαν
εκείνοι με τις τρομακτικές Χίμαιρες τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου