Σε συνάντησα μέσα στο παγκόσμιο κλίμα
μα ποτέ μου δεν είδα πως σκοτώνεις το ποίημα,
αυτό που θα έγραφα τότε που κυλούσαν οι λέξεις
για να πουν στον αέρα πώς μονάχος θ' αντέξεις
ώρες κρύες, φευγάτες, λιγοστές και θλιμμένες
να κοιτάζεις, σαν ξένος, να στοιχίσεις βρεγμένες,
άσπρες, άδειες, ανούσιες και κρύες σελίδες
γιατί τίποτε δεν άκουσες και ποτέ σου δεν είδες!
Σε συνάντησα κάπου στου δικτύου την πλέξη
όταν έψαχν' ανθρώπους για να πω μία λέξη,
όταν γύρω, με μανία, καιγόντουσαν όλα,
πεταλούδες σκοτώναν τα ανθρώπινα βόλια.
Εκεί βρήκα μέσα στο χαμένο κορμί σου,
του ανθρώπου τα πάθη, της ψυχής φυλακή σου,
ήταν όλα απλωμένα και μπροστά αραδιασμένα
λες κι ελπίζαν να σώσουν τον πλανήτη κι εμένα.
Σε συνάντησα κι είδα στη ματιά σου την Κίρκη
να μαγεύει με πλάνες, με ματιά αποσπερίτη,
κάθε πλάσμα που ψάχνει, αιώνια, θλιμμένο
την απάντηση, στην ερώτηση που 'ναι μπλεγμένο.
Σε συνάντησα κι ειπα πως ποτέ μου το ψύχος
δεν θα είχε μνημείο που να φτάνει τέτοιο ύψος,
σε κατάλαβα, σε βρήκα, σε στοχάστηκα κι όμως
ποτέ δεν φαντάστηκα πως ο άνθρωπος ζει μόνος!
Σε κατάλαβα κι είδα, του προσώπου σελίδα,
πως η ελπίδα που δίνεις είναι πάντοτε φρούδα!